Το κόστος του δεδομένου και το ρίσκο της αλλαγής ή γιατί απέτυχε η δημοτική αρχή Πνευματικού.
Εάν ρωτήσουμε τον εαυτό μας γιατί κάνουμε κάτι με τον τρόπο που το κάνουμε τότε η πιθανότερη απάντηση είναι επειδή αυτός είναι ο τρόπος που το κάναμε πάντα και επειδή κοστίζει λιγότερο να συνεχίζουμε να το κάνουμε με τον συνήθη τρόπο από το να ρισκάρουμε την αλλαγή του.
Βρισκόμαστε όμως σε μια εποχή ταραχής και δοκιμασιών. Και δεν είναι μόνο η κατάρρευση της οικονομίας, δεν είναι μόνο η ύφεση.
Υπάρχουν γύρω μας παντού απίστευτες αλλαγές, στην κοινωνία, στην εργασία και στις επιχειρήσεις, στην πολιτική και τον πολιτισμό. Αλλαγές που δεν έχουν πισωγύρισμα. Όταν η οικονομία ανακάμψει, που τελικά θα ανακάμψει, τα πράγματα δεν θα είναι όπως ήταν πρίν. Και τούτο δεν είναι απλά ένα προσωρινό στίγμα στην πορεία που έχουμε ακολουθήσει έως τώρα. Eίναι πλέον μια βαθιά ριζωμένη, θεμελιώδης αντίληψη.
Αν αυτό το προβάλλουμε ώς την πρόκληση του σήμερα, που ο καθένας μας αντιμετωπίζει, το διακύβευμα είναι το πώς με κατάλληλα εργαλεία θα καταφέρουμε να φέρουμε τάξη σε ένα κόσμο που είναι απίστευτα χαοτικός. Εργαλεία που θα μας δώσουν την δυνατότητα να δημιουργήσουμε τις προδιαγραφές για τον επανασχεδιασμό των υποδομών και των θεσμών γύρω μας. Χρειάζεται συνεπώς να απαντήσουμε στο εξής ερώτημα, κατά πόσον δηλαδή μπορούμε να αλλάξουμε την συζήτηση σχετικά με το μέλλον μας, πώς όλοι μας ως κοινωνία (ως καταναλωτές, ως ψηφοφόροι, ώς πολίτες) θα καταφέρουμε πρωτίστως να κατανοήσουμε τις αλλαγές που τόσο γρήγορα και απρόβλεπτα συμβαίνουν γύρω μας.
Σύμφωνα με μια παγκοσμίως αναγνωρισμένη άποψη στον επιχειρηματικό κόσμο και στο χώρο του management η αλλαγή είναι ένας μαθηματικός τύπος (μία εξίσωση). Η εξίσωση λέει ότι η αλλαγή συμβαίνει όταν το κόστος του δεδομένου είναι μεγαλύτερο από το ρίσκο της αλλαγής. Μέχρι σήμερα σε κάθε σύστημα κοινωνικών δομών και υπηρεσιών που δημιουργήσαμε το κόστος του δεδομένου παρέμεινε υποτιμημένο. Και για τούτο δεν ήμασταν διατεθειμένοι να αγκαλιάσουμε το ρίσκο της αλλαγής. Συνέπεια της επιλογής μας αυτής ήταν ότι οι δομές και οι υπηρεσίες αυτές σπατάλησαν τα χρήματά μας, σπατάλησαν το μέλλον μας.
Τα τελευταία οκτώ χρόνια η Δημοτική Αρχή του τόπου μας επέλεξε να ακολουθήσει μία συγκεκριμένη πορεία.
Και το πρόβλημα δεν ήταν βέβαια η πορεία, το πρόβλημα ήταν πως η πορεία ήταν σε λάθος κατεύθυνση. Η Δημοτική Αρχή βασίστηκε σε μια παλαιού τύπου νοοτροπία και υιοθέτησε ένα κατεστημένο, παλαιοκομματικό μοντέλο διοίκησης.
Προσέφερε αυτό που μπορούσε όμως εξάντλησε τις δυνατότητές της. Χωρίς ευελιξία προσαρμογής στις απαιτήσεις της εποχής της ξεπεράστηκε από αυτήν. Απέτυχε να δώσει στον τόπο μας ταυτότητα και να τον κάνει ανταγωνιστικό και ελκυστικό.
Δεν μπόρεσε να εμπνεύσει τους νέους ανθρώπους και να τους παρακινήσει να συμμετάσχουν στο όραμά της (η πόλη τους σήμερα δεν είναι ενδιαφέρουσα, δεν έχει ενέργεια, ούτε ζωντάνια, ούτε παλμό, δεν είναι ‘cool’ όπως άλλωστε θα έλεγαν οι ίδιοι στη δική τους γλώσσα και έκφραση).
Δεν κατάφερε να κατανοήσει το πώς μια πόλη επαναδομεί το όραμά της για το μέλλον γύρω από ένα εναλλακτικό μοντέλο βιώσιμης, αειφόρου ανάπτυξης για όλους. Γιατί η σκέψη της δεν έκανε τους παραλληλισμούς, δεν διεγέρθηκε από την διαίσθηση για όσα συμβαίνουν γύρω της και παρέμεινε εντός περιορισμένων, κλειστών συνόρων.
Κυρίως όμως απέτυχε γιατί δεν εκκίνησε την διαδικασία αλλαγής.
Γιατί δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει τις δυνάμεις του κατεστημένου που πάντα κρατούν ψηλά το κόστος του ρίσκου της αλλαγής διατηρώντας (ταυτόχρονα) χαμηλά το κόστος του δεδομένου.
Γιατί επέλεξε να παραμείνει και επένδυσε στην ξεπερασμένη -από την πραγματικότητα- πλευρά της εξίσωσης.
Στην πλευρά δηλαδή του ΄έτσι είναι τα πράγματα’ και δεν έκανε το άλμα στην άλλη πλευρά της εξίσωσης, στην πλευρά του ‘έτσι θέλουμε να είναι τα πράγματα’ που απαιτεί η σύγχρονη ζωή.
Τελικά αδίκησε τον εαυτό της και τους πολίτες και απογοήτευσε εκείνους που θέλουν και μπορούν να κοιτάζουν μπροστά διαφορετικά.
Παναγιώτης Λιάπης
Εάν ρωτήσουμε τον εαυτό μας γιατί κάνουμε κάτι με τον τρόπο που το κάνουμε τότε η πιθανότερη απάντηση είναι επειδή αυτός είναι ο τρόπος που το κάναμε πάντα και επειδή κοστίζει λιγότερο να συνεχίζουμε να το κάνουμε με τον συνήθη τρόπο από το να ρισκάρουμε την αλλαγή του.
Βρισκόμαστε όμως σε μια εποχή ταραχής και δοκιμασιών. Και δεν είναι μόνο η κατάρρευση της οικονομίας, δεν είναι μόνο η ύφεση.
Υπάρχουν γύρω μας παντού απίστευτες αλλαγές, στην κοινωνία, στην εργασία και στις επιχειρήσεις, στην πολιτική και τον πολιτισμό. Αλλαγές που δεν έχουν πισωγύρισμα. Όταν η οικονομία ανακάμψει, που τελικά θα ανακάμψει, τα πράγματα δεν θα είναι όπως ήταν πρίν. Και τούτο δεν είναι απλά ένα προσωρινό στίγμα στην πορεία που έχουμε ακολουθήσει έως τώρα. Eίναι πλέον μια βαθιά ριζωμένη, θεμελιώδης αντίληψη.
Αν αυτό το προβάλλουμε ώς την πρόκληση του σήμερα, που ο καθένας μας αντιμετωπίζει, το διακύβευμα είναι το πώς με κατάλληλα εργαλεία θα καταφέρουμε να φέρουμε τάξη σε ένα κόσμο που είναι απίστευτα χαοτικός. Εργαλεία που θα μας δώσουν την δυνατότητα να δημιουργήσουμε τις προδιαγραφές για τον επανασχεδιασμό των υποδομών και των θεσμών γύρω μας. Χρειάζεται συνεπώς να απαντήσουμε στο εξής ερώτημα, κατά πόσον δηλαδή μπορούμε να αλλάξουμε την συζήτηση σχετικά με το μέλλον μας, πώς όλοι μας ως κοινωνία (ως καταναλωτές, ως ψηφοφόροι, ώς πολίτες) θα καταφέρουμε πρωτίστως να κατανοήσουμε τις αλλαγές που τόσο γρήγορα και απρόβλεπτα συμβαίνουν γύρω μας.
Σύμφωνα με μια παγκοσμίως αναγνωρισμένη άποψη στον επιχειρηματικό κόσμο και στο χώρο του management η αλλαγή είναι ένας μαθηματικός τύπος (μία εξίσωση). Η εξίσωση λέει ότι η αλλαγή συμβαίνει όταν το κόστος του δεδομένου είναι μεγαλύτερο από το ρίσκο της αλλαγής. Μέχρι σήμερα σε κάθε σύστημα κοινωνικών δομών και υπηρεσιών που δημιουργήσαμε το κόστος του δεδομένου παρέμεινε υποτιμημένο. Και για τούτο δεν ήμασταν διατεθειμένοι να αγκαλιάσουμε το ρίσκο της αλλαγής. Συνέπεια της επιλογής μας αυτής ήταν ότι οι δομές και οι υπηρεσίες αυτές σπατάλησαν τα χρήματά μας, σπατάλησαν το μέλλον μας.
Τα τελευταία οκτώ χρόνια η Δημοτική Αρχή του τόπου μας επέλεξε να ακολουθήσει μία συγκεκριμένη πορεία.
Και το πρόβλημα δεν ήταν βέβαια η πορεία, το πρόβλημα ήταν πως η πορεία ήταν σε λάθος κατεύθυνση. Η Δημοτική Αρχή βασίστηκε σε μια παλαιού τύπου νοοτροπία και υιοθέτησε ένα κατεστημένο, παλαιοκομματικό μοντέλο διοίκησης.
Προσέφερε αυτό που μπορούσε όμως εξάντλησε τις δυνατότητές της. Χωρίς ευελιξία προσαρμογής στις απαιτήσεις της εποχής της ξεπεράστηκε από αυτήν. Απέτυχε να δώσει στον τόπο μας ταυτότητα και να τον κάνει ανταγωνιστικό και ελκυστικό.
Δεν μπόρεσε να εμπνεύσει τους νέους ανθρώπους και να τους παρακινήσει να συμμετάσχουν στο όραμά της (η πόλη τους σήμερα δεν είναι ενδιαφέρουσα, δεν έχει ενέργεια, ούτε ζωντάνια, ούτε παλμό, δεν είναι ‘cool’ όπως άλλωστε θα έλεγαν οι ίδιοι στη δική τους γλώσσα και έκφραση).
Δεν κατάφερε να κατανοήσει το πώς μια πόλη επαναδομεί το όραμά της για το μέλλον γύρω από ένα εναλλακτικό μοντέλο βιώσιμης, αειφόρου ανάπτυξης για όλους. Γιατί η σκέψη της δεν έκανε τους παραλληλισμούς, δεν διεγέρθηκε από την διαίσθηση για όσα συμβαίνουν γύρω της και παρέμεινε εντός περιορισμένων, κλειστών συνόρων.
Κυρίως όμως απέτυχε γιατί δεν εκκίνησε την διαδικασία αλλαγής.
Γιατί δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει τις δυνάμεις του κατεστημένου που πάντα κρατούν ψηλά το κόστος του ρίσκου της αλλαγής διατηρώντας (ταυτόχρονα) χαμηλά το κόστος του δεδομένου.
Γιατί επέλεξε να παραμείνει και επένδυσε στην ξεπερασμένη -από την πραγματικότητα- πλευρά της εξίσωσης.
Στην πλευρά δηλαδή του ΄έτσι είναι τα πράγματα’ και δεν έκανε το άλμα στην άλλη πλευρά της εξίσωσης, στην πλευρά του ‘έτσι θέλουμε να είναι τα πράγματα’ που απαιτεί η σύγχρονη ζωή.
Τελικά αδίκησε τον εαυτό της και τους πολίτες και απογοήτευσε εκείνους που θέλουν και μπορούν να κοιτάζουν μπροστά διαφορετικά.
Παναγιώτης Λιάπης
Δεν υπάρχουν σχόλια: